πανούκλα

πανούκλα
η
1. αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, αλλ. πανώλης: Κάθε χρόνο στην Ασία πεθαίνουν πολλά άτομα από πανούκλα.
2. μτφ., κακιά, μοχθηρή, άσχημη γυναίκα: Αυτή η πανούκλα, η γυναίκα του, τον έφαγε τον άνθρωπο.
3. φρ., «Απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα» (παροιμ.), για κάθε κακό πράγμα με καλή εξωτερική όψη· «Πανούκλα να σας φάει» (κατάρα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανούκλα — η, ΝΜ η νόσος πανώλης νεοελλ. 1. γυναίκα κακή και άσχημη 2. φρ. «απ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα» λέγεται για καθετί κακό, το οποίο όμως έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πανούκλα < λατ. panucula, υποκορ. τού panus «πηνίο,… …   Dictionary of Greek

  • πανουκλιάζω — [πανούκλα] 1. προσβάλλομαι από την ασθένεια πανώλη, παθαίνω πανούκλα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πανουκλιασμένος, η, ο α) (ως κατάρα) αυτός που μακάρι να πάθει πανούκλα β) μτφ. χαρακτηρισμός ανθρώπου που αναμιγνύεται σε όλα, πολυπράγμων …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • πανουκλιάρης — α, ικο 1. ο προσβεβλημένος από πανούκλα 2. ως ουσ. μτφ. άσχημος και μοχθηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανούκλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • πανουκλιάρης, -α, -ικο — αυτός που έπαθε πανούκλα, ο άρρωστος από πανούκλα: Όλοι οι πανουκλιάρηδες νοσηλεύονται σε ειδικό νοσοκομείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουβωνικός — ή, ό (Μ βουβωνικός, ή, όν, Α βουβωνιακός, ή, όν) [βουβών] αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης») μσν. φρ. «βουβωνικὸν πάθος» η πανούκλα …   Dictionary of Greek

  • βουβώνας — ο και βουβώνα, η (AM βουβών) συνήθως στον πληθ. το μέρος του σώματος ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα των μηρών και στα γεννητικά όργανα, η κοιλότητα ανάμεσα στην κοιλιά και στους μηρούς (αρχ. μσν.) πρήξιμο στη βουβωνική χώρα μσν. πανούκλα αρχ. το… …   Dictionary of Greek

  • κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… …   Dictionary of Greek

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”